ωκυπτεροπέτης

ωκυπτεροπέτης
ὁ, Μ
αυτός που έχει γρήγορα φτερά, ταχύπτερος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκύς «γρήγορος» + πτερόν + -πέτης (< πέτομαι)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”